- ἀπίστασθαι
- ἀφίστημιput awaypres inf mp (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναλίζω — (I) Α 1. συναθροίζω, συγκεντρώνω («καὶ τὰ μὲν αὐτῶν ὁ Κῡρος συνάλισε καὶ ἀνέπεισε ἀπίστασθαι ἀπὸ Μήδων», Ηρόδ.) 2. παθ. συναλίζομαι (για πρόσ.) συγκαταλέγομαι («εἰς τοὺς τελείους ἄνδρας συναλίζεσθαι», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἁλίζω (Ι)… … Dictionary of Greek